αρχαιοκάπηλος

αρχαιοκάπηλος
ο
αυτός που εμπορεύεται παράνομα ή εξάγει λαθραία στο εξωτερικό έργα αρχαίας τέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + κάπηλος «μικρέμπορος, μικροπωλητής». Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Ανδρέα Μουστοξύδη.
ΠΑΡ. αρχαιοκαπηλία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αρχαιοκάπηλος, ο — αρχαιοκάπηλος, ο, η αυτός που παράνομα εμπορεύεται ή βγάζει στο εξωτερικό έργα αρχαίας τέχνης: Οι αρχαιοκάπηλοι κάνουν ακόμη και παράνομες ανασκαφές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρχαίος — α, ο (AM ἀρχαῑος, α, ον) 1. ο παλαιός, αυτός που υπήρχε στο μακρινό παρελθόν 2. εκείνος που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα 3. αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος νεοελλ. ως ουσ. Ι. οι αρχαίοι αυτοί… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιοκαπηλία — η η πράξη και η δράση του αρχαιοκάπηλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαιοκάπηλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Δ. Μυλωνά] …   Dictionary of Greek

  • κάπηλος — (I) ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ) 1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με… …   Dictionary of Greek

  • φαρμακοκάπηλος — ο, Ν (παλ. όρος) φαρμακέμπορος που παραβαίνει τους νόμους οι οποίοι ισχύουν σχετικά με το εμπόριο φαρμάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + κάπηλος «μικροπωλητής» (πρβλ. αρχαιοκάπηλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”